- αναφαλαντιας
- ἀναφαλαντίαςἀνα-φᾰλαντίας-ου ὅ человек с лысиной на лбу Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αναφαλαντίας — ἀναφαλαντίας, ο (Α) αυτός που αρχίζουν να του πέφτουν τα μαλλιά, να γίνεται φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + φαλαντίας < φάλανθος «φαλακρός»] … Dictionary of Greek
ἀναφαλαντίας — ἀναφαλαντίᾱς , ἀναφαλαντίας masc acc pl ἀναφαλαντίᾱς , ἀναφαλαντίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαλαντίαι — ἀναφαλαντίας masc nom/voc pl ἀναφαλαντίᾱͅ , ἀναφαλαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαλαντίαν — ἀναφαλαντίᾱν , ἀναφαλαντίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀναφαλαντίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OGMIUS — Hercules a Gallis sic dictus. Lucian. in Herc. Τὸν Η῾ρακλέα οἱ Κελτοὶ Ο῎τμιον ὀνομάζουσι φωνῇ τῇ ἐπικωρίῳ, Ogmion, i. e. Gap desc: Hebrew agemion. Barbaios et peregrinos ita nominant, in quit Bochart. l. 1. Chanaan, c. 42. Nempe, vel ex Phoenice… … Hofmann J. Lexicon universale
αναφαλαντίασις — ἀναφαλαντίασις, η (Α) [αναφαλαντίας] 1. έναρξη φαλακρότητας 2. απώλεια των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια κ.λπ.) … Dictionary of Greek